- νεκράς
- νεκρά̱ς , νεκρόςcorpsefem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεκρᾶς — νεκρός corpse fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ααΐν Φεσχά — Χωριό του Ισραήλ, στις ακτές της Νεκράς θάλασσας. Το Α.Φ. έγινε γνωστό το 1947 από την τυχαία ανακάλυψη στην περιοχή του των περίφημων Χειρόγραφων της Νεκράς Θάλασσας. Οι συστηματικές έρευνες, που κράτησαν 15 χρόνια, έφεραν στο φως πλήθος… … Dictionary of Greek
Αδάδ — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Γετθαίμ (Ιδουμαίας), χώρας μεταξύ της Νεκράς θάλασσας και του Αιλανίτη κόλπου, η οποία έφτανε έως την Αραβική έρημο. O Α. διαδέχτηκε στον θρόνο τον Ασόμ και νίκησε τους Μαδιανίτες στην πεδιάδα Μωάβ,… … Dictionary of Greek
Ναβαταίοι — Λαός αραβικής καταγωγής, που κατοικούσε στην Πετραία Αραβία. Κατοικούσαν αρχικά στις όχθες του Ευφράτη. Από τον 8o αι. π.Χ. άρχισαν να κατεβαίνουν στον νότο, όπου εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ανάμεσα στη Νεκρά θάλασσα και στον Αϊλανιτικό κόλπο.… … Dictionary of Greek
Χαναάν — Ονομασία που χρησιμοποιείται στη Βίβλο για να χαρακτηρίσει το έδαφος που υποσχέθηκε ο θεός στους απογόνους του Αβραάμ και που περιλαμβανόταν μεταξύ της Μεσογείου, της Νεκράς Θάλασσας, του ρου του Ιορδάνη και του Λιβάνου. H ονομασία είναι… … Dictionary of Greek
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
πετρά — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
Αββακούμ — I Προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης (ένας από τους 12 ελάσσονες) και άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Εορτάζεται στις 2 Δεκεμβρίου. Καταγόταν από τη φυλή Συμεών και από την περιοχή Βεθησουχαρεί της Ιουδαίας. Έζησε τον 7ο αι. π.Χ., πιθανόν στα χρόνια… … Dictionary of Greek